Πρώτο ταξίδι στον Ατλαντικό
ξένες οι βάρδιες και ο ύπνος σε μεγάλα μαξιλάρια
Και τ' απογεύματα
κανείς δε μου πε πως έχουνε τη γεύση της αυγής.
Κανείς δε μου πε πόσο φως
δικό του έχει αυτός ο δρόμος
και πόσο μοιάζουν τα σοκάκια του
στην κούφια την Αθήνα.
Στα μύχια μπαίνει το κατράμι της ζωής
και ψιθυρίζει...
άλλοτε θέλει να χορέψετε
κι άλλοτε σε γκρεμίζει.
Και τα καράβια πουθενα.
Θαρρείς μπατάρισε ο καιρός
κι αφήνει το λιμάνι άδειο
μ'ολο του το μαβί το φως
κι απέναντι δέκα μονάχα πίθηκοι
να προσκυνάνε ξένες διαδρομές.
Και οι λαμπάδες...οι λαμπάδες
σφίγγουν κι εδώ
του πάθους τον αρμό
κι εμείς κοιτάμε εκεί ψηλά
τον ουρανό που παίζει
με τη μπόρα, την ώρα, τη φόρα....
της μπόρας τη φορά....